της Άντζελα Μιτρόπουλος
Η γενετική ταυτοποίηση ενός νέου στελέχους του κοροναϊού (2019-nCoV) στο Γουχάν της Κίνας, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2019, φαίνεται να έχει πυροδοτήσει την προσφυγή σε μέτρα καραντίνας σε όλο τον κόσμο. Η Γουχάν, μια πόλη με πάνω από 11 εκατομμύρια κατοίκους, έχει τεθεί υπό αποκλεισμό, τα σύνορα έχουν κλείσει και αρκετές κυβερνήσεις καθιέρωσαν επιλεκτικούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και απαγορεύσεις βάσει ιθαγένειας και νομικής θέσης –αναστέλλοντας και την έκδοση βίζας για όποιον έχει κινεζικό διαβατήριο.
Ο NCoV, το οποίο μετονομάστηκε σε COVID19, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, ιδίως για όσους ήδη πάσχουν από χρόνιες και αναπνευστικές παθήσεις. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μέτρων καραντίνας είναι αμφίβολη, πράγμα που εγείρει το ερώτημα ποια αξία υπάρχει στις καραντίνες αν δεν είναι η δημόσια υγεία.
Η καραντίνα έχει πολιτική αξία για όσους πιστεύουν σιωπηρά ότι η καλή υγεία έχει ως προϋπόθεση τη βιολογική φυλετική καθαρότητα, αλλά έχει επίσης οικονομική αξία καθόσον υποκαθιστά μια κοινωνική προσέγγιση για την υγεία και την ασθένεια με ένα εκλεκτικό, εθνικιστικό μοντέλο που ευνοεί την ανάπτυξη θεραπειών κατοχυρωμένων με πατέντες και τις ιδιωτικές ασφαλίσεις υγείας.
Για κάποιους, η καραντίνα εξορθολογίζει την ξενοφοβία και τις κραυγές υπέρ του εθνοτικού διαχωρισμού. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών επέβαλε απαγόρευση ταξιδιών –ή, ακριβέστερα, επεξέτεινε σημαντικά την εμμονή της με τον περιορισμό των κινήσεων όσων δεν είναι λευκοί. Ακολουθώντας μια μακρά ιστορία αντι-κινεζικών συναισθημάτων, η κυβέρνηση της Αυστραλίας απαγόρευσε την είσοδο αλλοδαπών από την Κίνα και πρότεινε να μεταφερθούν Αυστραλοί πολίτες –πολλοί από τους οποίους θα έχουν ταξιδέψει στην Κίνα για να γιορτάσουν το Νέο Έτος με συγγενείς τους- άμεσα για μια περίοδο σε κέντρο κράτησης μεταναστών στη Νήσο των Χριστουγέννων. Ενώ τα μεγάλα νοσοκομεία της ηπειρωτικής χώρας είναι εξοπλισμένα για να αντιμετωπίζουν σοβαρές ασθένειες και πανδημίες, το κέντρο κράτησης του νησιού δεν είναι –έτσι, αν κάποιος που βρίσκεται σε καραντίνα εκδηλώσει την ασθένεια, θα πρέπει ούτως ή άλλως να μεταφερθεί αεροπορικά σε κάποιο μεγάλο αστικό νοσοκομείο για θεραπεία. Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών σε περίπου 200.000 σπουδαστές (ένα ποσοστό των οποίων επιστρέφει από την Κίνα για το νέο ακαδημαϊκό έτος στην Αυστραλία) θα είναι άγνωστες, αλλά σίγουρα τεράστιες. Ορισμένα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο έχουν επιβάλει μια περίοδο περιορισμού σε φοιτητικές εστίες· άλλα –όπως το Μπέρκλεϋ- εξέδωσαν οδηγίες που αφήνουν να νοηθεί ότι η ξενοφοβία αποτελεί κατανοητή αντίδραση (αποσύρθηκαν μετά από πίεση).
Όπως και με την έκνομη προσέγγιση που ακολουθεί η αυστραλιανή κυβέρνηση, η κυβέρνηση των Φιλιππίνων πρότεινε να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο νησί Caballo και στο Fort Magsaysay ως ζώνες απομόνωσης. Η ρωσική κυβέρνηση έχει επιπλέον απειλήσει ότι θα «απελαύνει όσους αλλοδαπούς έχουν αυτή την ασθένεια». Αυτή η χρήση της ιθαγένειας ως κριτηρίου για την ανίχνευση του COVID19 είναι πιθανό να οδηγήσει ξένους υπηκόους να αποφύγουν να αναζητήσουν θεραπεία για συναφή συμπτώματα –και πάντως είναι ασαφές πώς η απέλαση θα ελαχιστοποιήσει την εξάπλωση του ιού.
Αυτές οι πρακτικές αναδεικνύουν ό,τι περιγράφει ο Howard Markel ως «επιθετικό δυναμικό της καραντίνας να βλάπτει». Η βλάβη –όπως ισχυρίστηκε ο Μάρκελ στην ιστορία του για τη μεταχείριση των Εβραίων μεταναστών της Ανατολικής Ευρώπης στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 19ου αιώνα- επιδεινώνεται για όσους τυχαίνει να βρεθούν στην «άλλη» πλευρά του συνόρου που χαράσσει μία καραντίνα· η εξάπλωσή του δεν μπορεί να περιοριστεί σε αυτές τις γραμμές διότι ένας ιός ούτε είναι συνώνυμος με μια ομάδα προσώπων, ούτε μπορεί να εντοπιστεί με βάση το διαβατήριο.
Παρόλο που η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κήρυξε τον COVID19 σοβαρή κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την υγεία, δεν υπέδειξε τα κλειστά σύνορα ως αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης του ιού. Προειδοποίησε ότι «το κλείσιμο των συνόρων αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματικό για να σταματήσει τη μετάδοση του θανάτου νέου κοροναϊού από την Κίνα και μάλιστα θα μπορούσε να επιταχύνει την εξάπλωσή του», εν μέρει επειδή οι τιμωρητικές προσεγγίσεις καθιστούν πολύ πιο δύσκολο για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να αντιμετωπίζουν περιστατικά και να ανιχνεύουν την εξάπλωση την ασθενειών.
Η κράτηση μεταναστών προέκυψε από τη διαπλοκή δύο προηγούμενων τεχνικών εγκλεισμού: της απομόνωσης σε καραντίνα και της φυλακής. Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, η χρήση του cordon sanitaire («υγειονομικής ζώνης») ως μέτρο δημόσιας υγείας είχε σε μεγάλο βαθμό εκλείψει –ή περιοριστεί στα γεωργικά πρωτόκολλα σε αεροδρόμια και λιμάνια, αλλά κατά τα λοιπά παρέμενε ως μεταφορικό εξάρτημα της πολιτικής εκφυλετισμού –όπως αναλύω στο βιβλίο μου Contract and Contagion.
Η επανεμφάνιση της υγειονομικής ζώνης από τα τέλη του 20ού αιώνα προέκυψε στη διασταύρωση πολλών αλλαγών. Αναδύθηκε ξανά μετά από δεκαετίες παρακμής της κοινωνικής θεώρησης και αντιμετώπισης της υγείας και των ασθενειών –δηλαδή ιδιωτικοποίησης της υγείας και κοινωνικοποίησης των ασθενειών. Επιπλέον, η ανάπτυξη του προσδιορισμού της αλληλουχίας του γονιδιώματος και της βιοπληροφορικής κατέστησαν δυνατή την ταυτοποίηση νέων στελεχών του ιού· αν και η γενετική ταυτοποίηση μπορεί να είναι σημαντική για την ανάπτυξη θεραπειών για ορισμένες ασθένειες, η ικανότητα ταυτοποίησης και χαρτογράφησης νέων στελεχών δεν συνεπάγεται κάποια μεταμοντέρνα επιτάχυνση των ποσοστών μικροβιακής μετάλλαξης. Παράλληλα, η αναζωπύρωση της ακροδεξιάς πολιτικής γύρω από τον με βάση τον εθνοτικό εθνικισμό και το αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα έχουν δώσει αξιοπιστία στη φαντασιακή ιδέα ότι η βιολογική καθαρότητα είναι προϋπόθεση υγείας και ζωής.
Σε όσα ακολουθούν, θέλω να υπογραμμίσω τέσσερα αλληλένδετα σημεία:
ΠΡΩΤΟΝ, οι ισχυρισμοί ότι οι καραντίνες είναι αποτελεσματικές στη συγκράτηση της εξάπλωσης ιών όπως το COVID19 ή στην βελτίωση των επιπέδων επιβίωσης είναι πολύ συζητήσιμοι. Η γενική άποψη είναι ότι είναι αντιπαραγωγικές.
Όσον αφορά την αισθητική που εμφανίζει ως προφανή επείγουσα ανάγκη να ληφθούν μέτρα απομόνωσης: τα μαθηματικά μοντέλα μετάδοσης ασθενειών μπορεί να παράγουν δραματικές, υποθετικές απεικονίσεις φαινομένων φράκταλ εξάπλωσης που μπορούν να συγκρατηθούν από δήθεν αδιαπέραστα εθνικά σύνορα –αλλά δεν αποτελούν επιστημονικές δοκιμές του πραγματικού κόσμου. Παρομοίως, οι όροι και οι αριθμοί που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αναδυόμενων μεταδοτικών ασθενειών έχουν γίνει ισχυροί ιμάντες παραπληροφόρησης, όπως συνέβη με την υποδοχή του βασικού αριθμού αναπαραγωγής, του R0. Ενώ οι ερευνητές τον αντιμετώπισαν ως μια χρήσιμη αλλά προσωρινή αριθμητική εκτίμηση για τη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με τα ποσοστά λοίμωξης, όταν αυτό το R0 άρχισε να κυκλοφορεί στα κοινωνικά μέσα όλοι το εξέλαβαν ως απόδειξη για την έλευση της αποκάλυψης. Επιπλέον, η χρήση μη-συμπτωματικών υποκατάστατων κριτηρίων (όπως η εθνικότητα) ως μέσου ανίχνευσης του COVID19 προωθήθηκε εν συντομία με τη δημοσίευση μιας έκθεσης που έδειξε ότι ήταν δυνατή η ασυμπτωματική μετάδοση, αλλά η μελέτη αυτή «έχει αποδειχθεί ότι περιέχει σημαντικές ατέλειες και σφάλματα» και σφάλλει στα συμπεράσματά της.
Άλλα μέτρα, πέρα από την καραντίνα, έχουν αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματικά στην πρόληψη εκτεταμένης μόλυνσης. Σε μια εκτενή ανασκόπηση της έρευνας σχετικά με τη συγκριτική αποτελεσματικότητα ορισμένων μέτρων (εκτός εμβολίων και αντιιικών φαρμάκων) για την πρόληψη της μετάδοσης αναπνευστικών ιών –έλεγχοι σε λιμένες εισόδου, ιατρική απομόνωση, καραντίνα, κοινωνική αποστασιοποίηση, φράχτες, προσωπική προστασία και υγιεινή των χεριών- προέκυψε ότι το πιο σταθερά αποτελεσματικό σύνολο σωματικών παρεμβάσεων είναι η χρήση χειρουργικών μασκών και το τακτικό πλύσιμο των χεριών. Η ανασκόπηση διαπίστωσε επίσης ότι η ιατρική απομόνωση συμπτωματικών ασθενών ήταν σημαντική, αλλά ότι «συνολικού χαρακτήρα μέτρα, όπως ο έλεγχος στους λιμένες εισόδου, οδήγησαν σε οριακή, όχι σημαντική επιβράδυνση». Όπως το έθεσε ένας μελετητής του Κέντρου Υγείας Ασφαλείας του Johns Hopkins, «κανείς δεν πρέπει να πιστεύει ότι δεν θα υπάρξουν περισσότερα κρούσματα» απλώς και μόνο επειδή απαγορεύτηκαν τα ταξίδια.
Κι όμως, ακόμα και αν δεχόμασταν καταχρηστικά την αμφίβολη υπόθεση ότι η μετάδοση των ασθενειών μπορεί να σταματήσει (ή να επιβραδυνθεί αισθητά) μέσω εδαφικών περιορισμών στην κινητικότητα των ανθρώπων, η γονιδιωματική ταυτοποίηση ενός νέου στελέχους του ιού –μολονότι επιταχύνθηκε με τον αυτοματοποιημένο προσδιορισμό της αλληλουχίας του γονιδιώματος- θα εμφανιζόταν αναπόφευκτα μετά την εμφάνισή του. Όπως κι αν έχει, οι δαπάνες και η επικέντρωση σε περιορισμούς τύπου καραντίνας συνήθως στερούν πόρους από μέτρα που ίσως είναι αποτελεσματικότερα, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα.
Αυτό σημαίνει ότι οι καραντίνες συχνά επιδεινώνουν τους ιογενείς κινδύνους, διότι ενισχύουν την ψευδαίσθηση ότι η απομόνωση ενός ιού είναι συνώνυμη (ή επιτεύξιμη) με τον προληπτικό εδαφικό περιορισμό ομάδων ανθρώπων με κριτήρια διοικητικά (την εθνικότητα ή τη γεωγραφία) και όχι ιατρικά.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η προσφυγή σε καραντίνες βασίζεται στη βιολογική φυλετική κατανόηση των εθνών ως διακριτών οργανικών οντοτήτων και αποκλείει μια κοινωνική κατανόηση της υγείας και της ασθένειας. Οι καραντίνες προωθούν τη φαντασίως μιας σύγκρουσης μεταξύ της διατήρησης σαφώς καθορισμένων, υποτίθεται, βιολογικών κατηγοριών (του ανθρώπινου, της οικογένειας, του έθνους, της φυλής) και του ιογενούς πολλαπλασιασμού μολύνσεων που προκαλεί σύγχυση των ορίων.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί χωρίς άλματα μεταξύ των ειδών, χωρίς την ανασυνδυασμένη δράση της βακτηριακής γενετικής που μεταδίδεται μέσω ιογενών λοιμώξεων. Και για να μην πάμε μακριά, όλα τα εμβόλια περιλαμβάνουν την τροποποιημένη χορήγηση μιας λοίμωξης, η δε ανοσοποίηση είναι αποτελεσματική μόνο στις μέγιστες (και όχι σε εθνικές) πληθυσμιακές κλίμακες.
Ενώ η προσοχή των μέσων ενημέρωσης έχει επικεντρωθεί στις «υγρές αγορές» του Γουχάν ως σκηνή ενός άλματος μεταξύ των ειδών, η ιδιωτικοποίηση της περίθαλψης και η κοινωνικοποίηση της κακής υγείας εξακολουθεί να αγνοείται ως παράγοντας που συμβάλλει τόσο στη μόλυνση όσο και στο ποσοστό θνησιμότητας. Όπως δείχνει μια πρόσφατη μελέτη, οι μισοί και πλέον από όσους μολύνθηκαν με το COVID19 στο Νοσοκομείο Jinyintan του Γουχάν είχαν ιστορικό χρόνιων ασθενειών –όπως καρδιαγγειακές ή εγκεφαλοαγγειακές παθήσεις, ασθένειες του αναπνευστικού ή κακοήθεις όγκους.
Επιπλέον, το σύστημα δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης της Κίνας διαλύθηκε τη δεκαετία του 1980, σε μια περίοδο ταχείας οικονομικής αλλαγής βασισμένης στα ορυκτά καύσιμα –και επέφερε ραγδαία αύξηση χρόνιων ασθενειών (οι οποίες έμειναν χωρίς θεραπεία), ιδίως αναπνευστικών, καρδιαγγειακών και καρδιοπνευμονικών παθήσεων, σε μια πόλη με ένα από τα μεγαλύτερα επίπεδα ρύπανσης της ατμόσφαιρας στον κόσμο: με ετήσια μέση συγκέντρωση σωματιδίων ΡΜ2,5 άνω των 120μg / m3. Συγκριτικά, ο ΠΟΥ ορίζει ετήσιο μέσο όρο κάτω από 10μg / m3, πάνω από το οποίο έχει αποδειχθεί ότι η συνολική, καρδιοπνευμονική και καρκινική θνησιμότητα του πνεύμονα αυξάνει με πιθανότητα άνω του 95%.
Περίπου το 97% των θανάτων που αποδίδονται σήμερα στο COVID19 σε όλο τον κόσμο έχουν καταγραφεί στο Γουχάν. Το αποκεντρωμένο, εμπορικά προσανατολισμένο σύστημα υγείας της Κίνας και η έλλειψη υγειονομικής κάλυψης έχουν, κατά πάσα πιθανότητα, επιδεινώσει τον αντίκτυπο της κάθε νόσου –όπως κάποιοι είχαν υποστηρίξει ήδη κατά την έξαρση του SARS.
Ίσως η πρόσφατη οικοδόμηση ειδικευμένων νοσοκομείων να αποτελεί μια προσπάθεια από τμήματα της κινεζικής κυβέρνησης να επεκτείνουν την υγειονομική περίθαλψη και την ασφαλιστική κάλυψη –αν και υπό τον διοικητικό έλεγχο του στρατού. Με άλλα λόγια, είναι επίσης τμήμα της εξέλιξης ενός συστήματος στο οποίο όλο και πιο επισφαλείς πληθυσμοί μπορούν να έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη μόνο μέσω της εμπλοκής τους σε πειραματικές διαδικασίες έκτακτης ανάγκης –οι οποίες μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες αποθεραπείας τους, μπορεί και όχι· αλλά, σε αυτές, οι ίδιοι επωμίζονται τους περισσότερους κινδύνους για μια ενδεχόμενη ανακάλυψη που θα πάρει πατέντα εμβολίου ή άλλων φαρμακευτικών ή βιοτεχνολογικών εξελίξεων.
Εν τω μεταξύ, οι μετοχές μιας αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας, της Gilead Sciences, ενισχύθηκαν μετά από αναφορές ότι επρόκειτο να ξεκινήσει μια δοκιμή του αντιϊκού φαρμάκου (remdesivir) σε περίπου 270 ασθενείς στην Κίνα οι οποίοι εμφάνισαν ήπια έως μέτρια πνευμονία αφού μολύνθηκαν από τον COVID19. Ο ΠΟΥ πρόσφατα γνωμοδότησε ότι δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα αντιιικών θεραπειών. Ορισμένες θεραπείες δεν αποκλείεται να αποδειχθούν αποτελεσματικές. Σήμερα όμως είναι πειράματα, δοκιμαστικά εγχειρήματα που θρέφουν την απελπισία και προσανατολίζονται προς την ανάπτυξη ιδιωτικών αγορών για πατενταρισμένα φάρμακα. Επιπλέον, μολονότι η δημόσια διαθεσιμότητα δεδομένων είναι κρίσιμη για την υγειονομική περίθαλψη, υπάρχουν ελάχιστα ή καθόλου εμπόδια στην εξόρυξη αυτών των δεδομένων με σκοπό την παραγωγή εμπορικών προϊόντων με μειωμένο κόστος.
Ως συνέπεια αυτών και άλλων αλληλοτροφοδοτούμενων συστημάτων, έχει τεράστια χρηματοοικονομική αξία να υποκατασταθεί ένα κοινωνικό μοντέλο για την υγεία και την ασθένεια –το οποίο περιλαμβάνει μια πολύπλοκη κατανόηση για τη μετάδοση των νόσων και για τους παράγοντες που συμβάλλουν στην ασθένεια και την θνησιμότητα- με ένα αναγωγιστικό μοντέλο που συνοψίζεται στην ιδιωτική ασφάλιση, την επιδοτούμενη ανάπτυξη πατενταρισμένων φαρμάκων ή θεραπειών και τη διαρκή εξωτερίκευση των κινδύνων για την υγεία και την ανθρώπινη ζωή.
ΤΡΙΤΟΝ: άρα, ο συνδυασμός της κήρυξης έκτακτης ανάγκης, του περιορισμού σε καραντίνα και της χαλάρωσης των ρυθμιστικών προτύπων μειώνει σημαντικά το κόστος των δοκιμών φαρμάκων πάνω σε ανθρώπους και διογκώνει την αξία και την αγορά των πατενταρισμένων φαρμάκων. Έχει μεγάλη εμπορική αξία για τις βιοτεχνολογικές και φαρμακευτικές εταιρείες η (φημολογία για την) ανάπτυξη πατενταρισμένων εμβολίων, αντιικών φαρμάκων ή αντιβιοτικών ευρέος φάσματος μέσα από τη χωρική οριοθέτηση και ακινητοποίηση μιας ομάδας πειραματόζωων.
Πραγματικά, η κατάρρευση της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης στην Κίνα συνοδεύτηκε από την καθιέρωση ενός συστήματος στο οποίο οι διαχειριστές των νοσοκομείων είχαν τη δυνατότητα να «αποκομίζουν κέρδη από νέα φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικές τεχνολογίες (μετά από έντονο lobbying από τις αντίστοιχες πολυεθνικές εταιρείες) με αντίστοιχα μπόνους για το προσωπικό». Υπάρχει μια σειρά βιομηχανιών και πρακτικών που μπορούν να προκαλέσουν καραντίνες για να επωφεληθούν –ο στρατός, εργολάβοι κράτησης ή ασφαλείας, και όσες οργανώσεις συνδυάζουν αυτά τα πράγματα με οιονεί ιατρικές ομάδες ταχείας αντίδρασης.
Η αυστραλιανή κυβέρνηση συμβαίνει να έχει απαιτήσει από όσους εισάγονται στη Νήσο των Χριστουγέννων να υπογράψουν μια δήλωση παραίτησης –με την οποία προφανώς απαλλάσσεται η κυβέρνηση και οι ιδιώτες εργολάβοι που διαχειρίζονται τις εγκαταστάσεις, σε περίπτωση που ο εμβολιασμός έχει ως αποτέλεσμα λοίμωξη ή άλλα προβλήματα υγείας. Με άλλα λόγια, η καραντίνα στη Νήσο των Χριστουγέννων θα είναι απλούστατα ένα μέσο παρατήρησης ανθρώπων που είναι περιορισμένοι για τον μέσο χρόνο που χρειάζεται ο COVID19 για να επωαστεί –εάν, δηλαδή, κάποιος από τους κρατουμένους έχει τον ιό. Είναι δύσκολο να δούμε σε τι διαφέρει αυτή η επιχείρηση από την τεχνική που αναπτύσσει έναν ιό σε μια ομάδα από πειραματόζωα, από την εξέλιξη των οποίων να εξορύσσονται δεδομένα –εφόσον όποιος αρρωσταίνει, ούτως ή άλλως θα πρέπει να μετακινηθεί σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο στην ηπειρωτική χώρα για θεραπεία.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ, και τελευταίο, υπάρχει πολιτική αξία –για κάποιους- να διαμορφώνουν μια φαινομενική συναίνεση γύρω από την υποτιθέμενη επείγουσα ανάγκη αυταρχικών μέτρων ελέγχου του πληθυσμού και περιορισμών στην κινητικότητα, που και τα δύο θεμελιώνονται στο στιγματισμό ομάδων ανθρώπων μέσω μιας εδαφικής-εθνικής και άρα εκφυλετισμένης σχέσης με κάποια ασθένεια, και τον προωθούν περαιτέρω.
Για να συνοψίσουμε: η πρόσφατη αυτή ιστορία μέτρων απομόνωσης δεν αναπαράγει ακριβώς την «υγιειονομική ζώνη» προηγούμενων αιώνων. Η πρακτική σημασία της ιολογίας στην ανάπτυξη των βιοϊατρικών και φαρμακευτικών βιομηχανιών σημαίνει ότι οι ζώνες απομόνωσης δεν είναι έξω από κυκλώματα αξίας, ακόμη και αν η καραντίνα ενεργεί ως μέσο διαχωρισμού. Η σύγχρονη καραντίνα εκπροσωπεί μια συγχώνευση μεταξύ της αυταρχικής διακυβέρνησης πληθυσμών και της διευκόλυνσης και της ανάπτυξης ιδιωτικών, επιλεκτικών υποδομών υγείας. Με δεδομένο ότι, για τη δημόσια υγεία, είναι κρίσιμη η μη επιλεκτική μεταχείριση και η μεγάλη κλίμακα, οι εθνικιστικές προσεγγίσεις στην υγεία θα ήταν ακριβέστερο να περιγραφούν ως ένας τρόπος ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας με άλλα μέσα.
Πρώτη δημοσίευση: Against Quarantine. Μετάφραση: Α.Γ.
Η Άντζελα Μιτρόπουλος διδάσκει πολιτική θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Σίντνεϋ.